- σκύφον
- σκύφοςcupmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επεισβάλλω — ἐπεισβάλλω (AM) μσν. 1. διαπερνώ 2. φρ. «ἐπεισβάλλω εἰς τὸν νοῡν» ξαναφέρνω στη σκέψη αρχ. 1. προσθέτω («ἐπεισβαλεῑν ἡδὺ σκύφον τοῡδ ἀσθενεστέρῳ ποτῷ», Ευρ.) 2. εισβάλλω ξανά («ἤν ἐν τῷ θέρει τῷδε... ἐπεσβάλητε τὸ δεύτερον», Θουκ.) 3. (για… … Dictionary of Greek
οίνη — (I) οἴνη, δωρ. τ. οἴνα, ἡ (Α) 1. η άμπελος («oἱ δ ἐτρύγων οἴνας, δρεπάνας ἐν χερσίν ἔχοντες», Ησίοδ.) 2. οίνος, κρασί («οἴνης σκύφον προτείνων», Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος, κατά τα θηλ. σε η]. (II) οἴνη, ἡ (Α) 1. ο αριθμός ένα στα ζάρια, ο… … Dictionary of Greek
παρακειμένως — Α επίρρ. 1. κοντά, παράλληλα, παραδίπλα («φησὶ σκύφον εἶναι παρακειμένως ἔχοντα τὰ ὦτα καθάπερ αἱ διάπρῳροι τῶν νεῶν», Αθήν.) 2: μετά από αυτά, έπειτα 3. με όμοιο τρόπο, ομοίως 4. με ευκολία, εύκολα, με ετοιμότητα, εκ τού προχείρου («ἵνα ἑτοίμως… … Dictionary of Greek
σκυξιφόν — Α (κατά τον Ησύχ.) «σκύφον». [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, πρόκειται για κωμική λ. που έχει σχηματιστεί από τον τ. σκύφος «ποτήρι», πιθ. κατ επίδραση τού ξίφος] … Dictionary of Greek
σκυφιξόν — Α (κατά τον Ησύχ.) «σκυφιξόν σκύφον». [ΕΤΥΜΟΛ. Δυσερμήνευτος τ., ο οποίος, κατά μία άποψη, έχει σχηματιστεί από τον τ. σκύφος, με λογοπαίγνιο πιθ. προς τη λ. ξίφος] … Dictionary of Greek
χοαίος — αία, ον, Α αυτός που έχει περιεκτικότητα ενός χου («αἰτεῑ σκύφον χοαῑον, καὶ πλήσας οἴνου...», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χόος / χοῦς + κατάλ. αῖος*] … Dictionary of Greek